ἐξελών

ἐξελών
ἐξαιρέω
take out
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξελῶν — ἐξαιρέω take out fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐξελαύνω drive out fut part act masc voc sg (attic) ἐξελαύνω drive out fut part act neut nom/voc/acc sg (attic) ἐξελαύνω drive out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐξελαύνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • ιρωσύνη — ἱρωσύνη, ἡ (Α) (ιων. τ. τού ιερωσύνη*) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταταχώ — καταταχῶ, έω (Α) 1. επιταχύνω κάτι 2. προφθάνω κάποιον, καταλαμβάνω ξαφνικά («καταταχήσειν τῇ παρασκευῇ τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.) 3. διαφεύγω με μεγαλύτερη ταχύτητα, ξεφεύγω 4. προλαβαίνω να κάνω κάτι («κατετάχησεν Ἁννίβας αὐτοὺς ἐξελὼν τὴν πόλιν» …   Dictionary of Greek

  • λυχνούχος — λυχνοῡχος, ὁ (Α) ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῡ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + οῦχος (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”